ποντοπορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποντοπορώ < αρχαία ελληνική ποντοπορέω[1] / ποντοπορῶ[2] < ποντοπόρος < πόντος + πόρος
Ρήμα[επεξεργασία]
ποντοπορώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ποντοπορώ | ποντοπορούσα | θα ποντοπορώ | να ποντοπορώ | ποντοπορώντας | |
β' ενικ. | ποντοπορείς | ποντοπορούσες | θα ποντοπορείς | να ποντοπορείς | (ποντοπόρει) | |
γ' ενικ. | ποντοπορεί | ποντοπορούσε | θα ποντοπορεί | να ποντοπορεί | ||
α' πληθ. | ποντοπορούμε | ποντοπορούσαμε | θα ποντοπορούμε | να ποντοπορούμε | ||
β' πληθ. | ποντοπορείτε | ποντοπορούσατε | θα ποντοπορείτε | να ποντοπορείτε | ποντοπορείτε | |
γ' πληθ. | ποντοπορούν(ε) | ποντοπορούσαν(ε) | θα ποντοπορούν(ε) | να ποντοπορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ποντοπόρησα | θα ποντοπορήσω | να ποντοπορήσω | ποντοπορήσει | ||
β' ενικ. | ποντοπόρησες | θα ποντοπορήσεις | να ποντοπορήσεις | ποντοπόρησε | ||
γ' ενικ. | ποντοπόρησε | θα ποντοπορήσει | να ποντοπορήσει | |||
α' πληθ. | ποντοπορήσαμε | θα ποντοπορήσουμε | να ποντοπορήσουμε | |||
β' πληθ. | ποντοπορήσατε | θα ποντοπορήσετε | να ποντοπορήσετε | ποντοπορήστε | ||
γ' πληθ. | ποντοπόρησαν ποντοπορήσαν(ε) |
θα ποντοπορήσουν(ε) | να ποντοπορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ποντοπορήσει | είχα ποντοπορήσει | θα έχω ποντοπορήσει | να έχω ποντοπορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ποντοπορήσει | είχες ποντοπορήσει | θα έχεις ποντοπορήσει | να έχεις ποντοπορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ποντοπορήσει | είχε ποντοπορήσει | θα έχει ποντοπορήσει | να έχει ποντοπορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ποντοπορήσει | είχαμε ποντοπορήσει | θα έχουμε ποντοπορήσει | να έχουμε ποντοπορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ποντοπορήσει | είχατε ποντοπορήσει | θα έχετε ποντοπορήσει | να έχετε ποντοπορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ποντοπορήσει | είχαν ποντοπορήσει | θα έχουν ποντοπορήσει | να έχουν ποντοπορήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποντοπορώ
|
- ↑ ποντοπορέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ποντοπορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας