ποταπά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ποταπά < ποταπός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ποταπά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποταπά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ποταπά
- ποταπό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού