πουλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουλεύω < πούλ(ος) ( < πουλί) + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

πουλεύω (αργκό)

  1. (χυδαίο) παίρνω τον πούλο
    • φεύγω αναγκαστικά και πάραυτα
  2. (συνήθως ευφημιστικά) γίνομαι πουλί
    (μεταφορικά) φεύγω μακριά, στρίβω
    (αργκό) εξαφανίζομαι
    την πούλεψε (έφυγε γρήγορα) (βλέπε: την πουλεύω)
    Πούλευε πριν σε πουλέψω!

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • γίνου λαγός και πούλευε!: εξαφανίσου!, φύγε πάραυτα!, στα τσακίδια
  • δεν την παλεύω και την πουλεύω: δεν αντέχω άλλο/δεν τα βγάζω πέρα/δεν βγάζω άκρη/εξαντλήθηκε η υπομονή μου και τα παρατώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]