πρέσιγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρέσιγκ < αγγλική pressing < press < λατινική presso, θαμιστικό τού premo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρέσιγκ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]