τζαρτζάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζαρτζάρισμα ουδέτερο
- εφόρμηση, παρενόχληση του αντιπάλου με σωματική επαφή (ποδόσφαιρο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζαρτζάρισμα
|