πρηνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρηνίζω < αρχαία ελληνική πρηνής / πρανής + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρηνίζω

  1. (ελληνιστική κοινή) ρίχνω κάτω
  2. (ελληνιστική κοινή) καταστρέφω
  3. (ελληνιστική κοινή) βυθίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]