προηγουμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προηγουμένη < ουσιαστικοποιημένο λόγιο θηλυκό του επιθέτου προηγούμενος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προηγουμένη θηλυκό
- η προηγούμενη (εννοείται, ημέρα), η προηγουμένη της σημερινής ή της προσδιοριζόμενης ως τρέχουσας από τα συμφραζόμενα
- Αυτά έγιναν την Τετάρτη, αλλά την προηγουμένη με είχαν ήδη ενοχλήσει τρεις φορές τηλεφωνικά για το ίδιο θέμα(δηλαδή την Τρίτη με είχαν ενοχλησει...)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προηγουμένη