προλογίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προλογίζω < (ελληνιστική κοινήπρολογίζω < αρχαία ελληνική πρόλογος < πρό + λέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

προλογίζω (παθητική φωνή: προλογίζομαι)

  1. μιλώ προεισαγωγικά για κάτι
    την ταινία θα προλογίσει γνωστός κριτικός
  2. γράφω πρόλογο
    του ζήτησα να προλογίσει το βιβλίο μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]