προσομολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσομολογώ < αρχαία ελληνική προσομολογέω / προσομολογῶ < πρός + ὁμολογέω / ὁμολογῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

προσομολογώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]