προτρεπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.tɾe.ptiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐τρε‐πτι‐κό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

προτρεπτικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του προτρεπτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προτρεπτικός
    για τον όρο της γραμματικής → δείτε τη λέξη προτρεπτικός