πρωτογεννώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτογεννώ < ελληνιστική κοινή πρωτογεννάω < αρχαία ελληνική πρῶτος + γεννάω
Ρήμα
[επεξεργασία]πρωτογεννώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτογεννώ
|