απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
ρευματοδοτήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
ρευματοδοτώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
ρευματοδοτώ
|
ρευματοδοτείς
|
ρευματοδοτεί
|
ρευματοδοτούμε
|
ρευματοδοτείτε
|
ρευματοδοτούν
|
παρατατικός
|
ρευματοδοτούσα
|
ρευματοδοτούσες
|
ρευματοδοτούσε
|
ρευματοδοτούσαμε
|
ρευματοδοτούσατε
|
ρευματοδοτούσαν
|
αόριστος
|
ρευματοδότησα
|
ρευματοδότησες
|
ρευματοδότησε
|
ρευματοδοτήσαμε
|
ρευματοδοτήσατε
|
ρευματοδότησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα ρευματοδοτώ
|
θα ρευματοδοτείς
|
θα ρευματοδοτεί
|
θα ρευματοδοτούμε
|
θα ρευματοδοτείτε
|
θα ρευματοδοτούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα ρευματοδοτήσω
|
θα ρευματοδοτήσεις
|
θα ρευματοδοτήσει
|
θα ρευματοδοτήσουμε
|
θα ρευματοδοτήσετε
|
θα ρευματοδοτήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω ρευματοδοτήσει
|
έχεις ρευματοδοτήσει
|
έχει ρευματοδοτήσει
|
έχουμε ρευματοδοτήσει
|
έχετε ρευματοδοτήσει
|
έχουν ρευματοδοτήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα ρευματοδοτήσει
|
είχες ρευματοδοτήσει
|
είχε ρευματοδοτήσει
|
είχαμε ρευματοδοτήσει
|
είχατε ρευματοδοτήσει
|
είχαν ρευματοδοτήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω ρευματοδοτήσει
|
θα έχεις ρευματοδοτήσει
|
θα έχει ρευματοδοτήσει
|
θα έχουμε ρευματοδοτήσει
|
θα έχετε ρευματοδοτήσει
|
θα έχουν ρευματοδοτήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να ρευματοδοτώ
|
να ρευματοδοτείς
|
να ρευματοδοτεί
|
να ρευματοδοτούμε
|
να ρευματοδοτείτε
|
να ρευματοδοτούν
|
αόριστος
|
να ρευματοδοτήσω
|
να ρευματοδοτήσεις
|
να ρευματοδοτήσει
|
να ρευματοδοτήσουμε
|
να ρευματοδοτήσετε
|
να ρευματοδοτήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω ρευματοδοτήσει
|
να έχεις ρευματοδοτήσει
|
να έχει ρευματοδοτήσει
|
να έχουμε ρευματοδοτήσει
|
να έχετε ρευματοδοτήσει
|
να έχουν ρευματοδοτήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
ρευματοδότει
|
|
|
ρευματοδοτείτε
|
|
αόριστος
|
|
ρευματοδότησε
|
|
|
ρευματοδοτήστε
|
|
|