ρουμπώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουμπώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρουμπώνω
- παίρνω ρούμπο
- (ειδικότερα) παίρνω σε ένα παιχνίδι έναν ή όσους ρούμπους χρειάζεται ώστε να κερδίσω
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) αποστομώνω
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) συνουσιάζομαι
- την ρούμπωσα επιτέλους!