σήκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σή‐κω
- ομόηχο: σύκο
- τονικό παρώνυμο: σηκό
- παρώνυμο: φίκο
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σήκω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σηκώνομαι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (έχω κάποιον) σήκω σήκω, κάτσε κάτσε: επιβάλλομαι σε κάποιον, κάνει ότι του λέω