σκολνάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκολνάω < σκολν(ώ) + -άω με μεταπλασμό σε -νώ με βάση το θέμα σχολασ- κατά το σχήμα πείνασα > πεινώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skolˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκολ‐νώ
Ρήμα[επεξεργασία]
σκολνάω/σκολνώ, αόρ.: σκόλασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) παρωχημένη μορφή του σκολνάω, άλλης μορφής του σχολάω
Πηγές[επεξεργασία]
- σχολνώ, -άω & σκολνώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας