σπονάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπονάρω < σπον + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική spawn

σπονάρω, αόρ.: σπονάρισα/σπόναρα (χωρίς παθητική φωνή)

(για πρόσωπο) Μια φορά επέλεξα να κάνω σπον στην τούνδρα και, πριν καν δω που σπόναρα, μου είπε πως σκοτώθηκα από σπαθόδοντα!
(για αντικείμενο) Θραύσματα οψιανού σπονάρουν μόνο σε ηφαίστεια.

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σπόναρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σπονάρω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]