σταθεροποιητής τάσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταθεροποιητής τάσης < σταθεροποιητής + τάσης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική voltage regulator)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
σταθεροποιητής τάσης αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) ηλεκτρονικό ή ηλεκτρομηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση μιας σταθερής τάσης εξόδου από μια πηγή τάσης, παρά τις πιθανές διακυμάνσεις στην είσοδο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταθεροποιητής τάσης