σταλκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταλκάρω < σταλκ + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική stalk

Ρήμα[επεξεργασία]

σταλκάρω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]