στρογγυλεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈle.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρογ‐γυ‐λεύ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

στρογγυλεύομαι, π.αόρ.: στρογγυλεύτηκα, μτχ.π.π.: στρογγυλεμένος, (ενεργ.: στρογγυλεύω)