συγκαίγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκαίγομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκαίγομαι
- ερεθίζεται κι ερυθριάζει το δέρμα μου σε κάποιο σημείο που δημιουργεί πτύχωση, είτε λόγω τριβής είτε λόγω άλλου ερεθιστικού ή μολυσματικού παράγοντα (π.χ. ιδρώτα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκαίγομαι
|