συγκεχυμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκεχυμένως < συγκεχυμέν(ος) + -ως < μετοχή παθητικού παρακειμένου (συγκέχυμαι) του συγχέω
Επίρρημα[επεξεργασία]
συγκεχυμένως
Πηγές[επεξεργασία]
- συγκεχυμένως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.