συγκλονίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκλονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκλονίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκλονίζομαι
- παθαίνω έντονη ψυχική αναστάτωση
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκλονίζομαι | συγκλονιζόμουν(α) | θα συγκλονίζομαι | να συγκλονίζομαι | ||
β' ενικ. | συγκλονίζεσαι | συγκλονιζόσουν(α) | θα συγκλονίζεσαι | να συγκλονίζεσαι | (συγκλονίζου) | |
γ' ενικ. | συγκλονίζεται | συγκλονιζόταν(ε) | θα συγκλονίζεται | να συγκλονίζεται | ||
α' πληθ. | συγκλονιζόμαστε | συγκλονιζόμαστε συγκλονιζόμασταν |
θα συγκλονιζόμαστε | να συγκλονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συγκλονίζεστε | συγκλονιζόσαστε συγκλονιζόσασταν |
θα συγκλονίζεστε | να συγκλονίζεστε | (συγκλονίζεστε) | |
γ' πληθ. | συγκλονίζονται | συγκλονίζονταν συγκλονιζόντουσαν |
θα συγκλονίζονται | να συγκλονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκλονίστηκα | θα συγκλονιστώ | να συγκλονιστώ | συγκλονιστεί | ||
β' ενικ. | συγκλονίστηκες | θα συγκλονιστείς | να συγκλονιστείς | συγκλονίσου | ||
γ' ενικ. | συγκλονίστηκε | θα συγκλονιστεί | να συγκλονιστεί | |||
α' πληθ. | συγκλονιστήκαμε | θα συγκλονιστούμε | να συγκλονιστούμε | |||
β' πληθ. | συγκλονιστήκατε | θα συγκλονιστείτε | να συγκλονιστείτε | συγκλονιστείτε | ||
γ' πληθ. | συγκλονίστηκαν συγκλονιστήκαν(ε) |
θα συγκλονιστούν(ε) | να συγκλονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκλονιστεί | είχα συγκλονιστεί | θα έχω συγκλονιστεί | να έχω συγκλονιστεί | συγκλονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκλονιστεί | είχες συγκλονιστεί | θα έχεις συγκλονιστεί | να έχεις συγκλονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκλονιστεί | είχε συγκλονιστεί | θα έχει συγκλονιστεί | να έχει συγκλονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκλονιστεί | είχαμε συγκλονιστεί | θα έχουμε συγκλονιστεί | να έχουμε συγκλονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκλονιστεί | είχατε συγκλονιστεί | θα έχετε συγκλονιστεί | να έχετε συγκλονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκλονιστεί | είχαν συγκλονιστεί | θα έχουν συγκλονιστεί | να έχουν συγκλονιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκλονίζομαι