συγκοινωνιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκοινωνιακά < συγκοινωνιακός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]συγκοινωνιακά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκοινωνιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συγκοινωνιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συγκοινωνιακός