συνέργια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνέργια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνέργια θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συνεργάζομαι
- συνεργασία
- συνεργάτης
- συνεργατικός
- συνεργατισμός
- συνεργείο
- σύνεργο
- συνεργός
- συνεργώ
- σύνεργα
- συνεργάσιμος
- συνεργατικά
- συνεργατικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνέργια
|