συνανατρέφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνανατρέφω < ελληνιστική κοινή συνανατρέφω[1] < σύν + αρχαία ελληνική ἀνατρέφω < ἀνά + τρέφω
Ρήμα[επεξεργασία]
συνανατρέφω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνανατρέφω
|
- ↑ συνανατρέφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.