συνδειπνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συνδειπνῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνδειπνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνδειπνῶ, συνηρημένος τύπος του συνδειπνέω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + δειπνώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sin.ðiˈpno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐δει‐πνώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συνδειπνώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συν, δειπνώ και δείπνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]