σύνδειπνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σύνδειπνος | οι | σύνδειπνοι |
γενική | του/της του |
συνδείπνου σύνδειπνου |
των | συνδείπνων & σύνδειπνων |
αιτιατική | τον/τη | σύνδειπνο | τους/τις τους |
συνδείπνους σύνδειπνους |
κλητική | σύνδειπνε | σύνδειπνοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύνδειπνος < αρχαία ελληνική σύνδειπνος < δεῖπνον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύνδειπνος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που συνδειπνεί, που δειπνεί μαζί με κάποιον άλλον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύνδειπνος
|