συνετίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνετίζω < ελληνιστική κοινή συνετίζω < αρχαία ελληνική συνετός
Ρήμα
[επεξεργασία]συνετίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη συνετός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνετίζω | συνέτιζα | θα συνετίζω | να συνετίζω | συνετίζοντας | |
β' ενικ. | συνετίζεις | συνέτιζες | θα συνετίζεις | να συνετίζεις | συνέτιζε | |
γ' ενικ. | συνετίζει | συνέτιζε | θα συνετίζει | να συνετίζει | ||
α' πληθ. | συνετίζουμε | συνετίζαμε | θα συνετίζουμε | να συνετίζουμε | ||
β' πληθ. | συνετίζετε | συνετίζατε | θα συνετίζετε | να συνετίζετε | συνετίζετε | |
γ' πληθ. | συνετίζουν(ε) | συνέτιζαν συνετίζαν(ε) |
θα συνετίζουν(ε) | να συνετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέτισα | θα συνετίσω | να συνετίσω | συνετίσει | ||
β' ενικ. | συνέτισες | θα συνετίσεις | να συνετίσεις | συνέτισε | ||
γ' ενικ. | συνέτισε | θα συνετίσει | να συνετίσει | |||
α' πληθ. | συνετίσαμε | θα συνετίσουμε | να συνετίσουμε | |||
β' πληθ. | συνετίσατε | θα συνετίσετε | να συνετίσετε | συνετίστε | ||
γ' πληθ. | συνέτισαν συνετίσαν(ε) |
θα συνετίσουν(ε) | να συνετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνετίσει | είχα συνετίσει | θα έχω συνετίσει | να έχω συνετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνετίσει | είχες συνετίσει | θα έχεις συνετίσει | να έχεις συνετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνετίσει | είχε συνετίσει | θα έχει συνετίσει | να έχει συνετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνετίσει | είχαμε συνετίσει | θα έχουμε συνετίσει | να έχουμε συνετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνετίσει | είχατε συνετίσει | θα έχετε συνετίσει | να έχετε συνετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνετίσει | είχαν συνετίσει | θα έχουν συνετίσει | να έχουν συνετίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνετίζω