Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνετίζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνετίζω < ελληνιστική κοινή συνετίζω < αρχαία ελληνική συνετός

συνετίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]