τέγγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
τέγγω
- υγραίνω, μουσκεύω, χύνω δάκρυα
- ※ «ῥεῖθροις δακρύων περιτέγγω τούς ὀφθαλμούς» (Άννα Κομνηνή «Αλεξιάς»)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- τέγξις, ύγρανση
- τεγκτός, ο δεκτικός βρεξίματος
- άτεγκτος, ο μη δεκτικός βρεξίματος και μετφ. σκληρός, απηνής