άτεγκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άτεγκτος | η | άτεγκτη | το | άτεγκτο |
γενική | του | άτεγκτου | της | άτεγκτης | του | άτεγκτου |
αιτιατική | τον | άτεγκτο | την | άτεγκτη | το | άτεγκτο |
κλητική | άτεγκτε | άτεγκτη | άτεγκτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άτεγκτοι | οι | άτεγκτες | τα | άτεγκτα |
γενική | των | άτεγκτων | των | άτεγκτων | των | άτεγκτων |
αιτιατική | τους | άτεγκτους | τις | άτεγκτες | τα | άτεγκτα |
κλητική | άτεγκτοι | άτεγκτες | άτεγκτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άτεγκτος < αρχαία ελληνική ἄτεγκτος < ά- + τέγγω (διαβρέχω)
Επίθετο[επεξεργασία]
άτεγκτος, -η, -ο
- σκληρός, αδυσώπητος, απηνής, αμείλικτος
- ο υπουργός δήλωσε σε πρόσφατη ομιλία του ότι θα είναι άτεγκτος σε φαινόμενα διαφθοράς που θα υποπέσουν στην αντίληψή του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- άγριος
- αδυσώπητος
- άκαρδος
- αλύπητος
- αμείλικτος
- ανάλγητος
- ανελέητος
- ανηλεής
- απάνθρωπος
- απηνής
- άπονος
- σκληρός