αμείλικτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμείλικτος η αμείλικτη το αμείλικτο
      γενική του αμείλικτου της αμείλικτης του αμείλικτου
    αιτιατική τον αμείλικτο την αμείλικτη το αμείλικτο
     κλητική αμείλικτε αμείλικτη αμείλικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμείλικτοι οι αμείλικτες τα αμείλικτα
      γενική των αμείλικτων των αμείλικτων των αμείλικτων
    αιτιατική τους αμείλικτους τις αμείλικτες τα αμείλικτα
     κλητική αμείλικτοι αμείλικτες αμείλικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμείλικτος < αρχαία ελληνική ἀμείλικτος < ἀ- στερητικό + μειλίσσω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμείλικτος, -η, -ο

  • σκληρός, με αδυσώπητο ύφος (ύφος που δεν αλλάζει σε μειλίχιο, χωρίς έλεος)
    αμείλικτη κριτική, η αμείλικτη εκδίκηση, ο αμείλικτος πόλεμος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]