relentless
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | relentless |
συγκριτικός | more relentless |
υπερθετικός | most relentless |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
relentless (en)
- αδιάκοπος, χωρίς διακοπή
- ↪ The relentless car noise has irritated me.
- Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
- ↪ The relentless car noise has irritated me.
- αμείλικτος, που αρνείται να τα παρατήσει
- ↪ relentless questions - αμείλικτα ερωτήματα
- ↪ with a relentless determination - με αμείλικτη αποφασιστικότητα