ανάλγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάλγητος < αρχαία ελληνική ἀνάλγητος από το στερητικό ἀ (+ ευφωνικό ν) + ἄλγος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανάλγητος, η, ο
- Η ανάλγητη πολιτική της κυβέρνησης πλήττει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάλγητος