άκαρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκαρδος | η | άκαρδη | το | άκαρδο |
γενική | του | άκαρδου | της | άκαρδης | του | άκαρδου |
αιτιατική | τον | άκαρδο | την | άκαρδη | το | άκαρδο |
κλητική | άκαρδε | άκαρδη | άκαρδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκαρδοι | οι | άκαρδες | τα | άκαρδα |
γενική | των | άκαρδων | των | άκαρδων | των | άκαρδων |
αιτιατική | τους | άκαρδους | τις | άκαρδες | τα | άκαρδα |
κλητική | άκαρδοι | άκαρδες | άκαρδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]άκαρδος
- (για άνθρωπο) που δεν έχει συναισθήματα, δε νιώθει αγάπη, οίκτο ή συμπόνια· άσπλαχνος, άπονος, σκληρός αυτός που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα
- (για ενέργεια) που δείχνει έλλειψη συναισθημάτων