τένοντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈte.non.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐νο‐ντα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τένοντα αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
τένοντα αρσενικό