τίσιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
τίσιν
- (ερωτηματική αντωνυμία) δοτική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του τίς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
η ερωτηματική αντωνυμία «τίς» | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο |
ονομαστική | τίς | τίς | τί | τίνες | τίνες | τίνα |
γενική | τίνος / τοῦ | τίνος / τοῦ | τίνος / τοῦ | τίνων | τίνων | τίνων |
δοτική | τίνι / τῷ | τίνι / τῷ | τίνι / τῷ | τίσι(ν) | τίσι(ν) | τίσι(ν) |
αιτιατική | τίνα | τίνα | τί | τίνας | τίνας | τίνα |
κλητική | — | — | — | — | — | — |
πτώσεις | δυικός | |||||
ονομαστική-αιτιατική | τίνε | τίνε | τίνε | |||
γενική-δοτική | τίνοιν | τίνοιν | τίνοιν | |||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |