ταύρος εν υαλοπωλείω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταύρος εν υαλοπωλείω < (καθαρεύουσα) ταῦρος ἐν ὑαλοπωλείῳ → δείτε τις λέξεις ταῦρος, ταύρος, ἐν, εν και ὑαλοπωλεῖον στη δοτική ενικού (υαλοπωλείο)
Έκφραση
[επεξεργασία]ταύρος εν υαλοπωλείω
- σαν ταύρος μέσα σε υαλοπωλείο (για κάποιον που λειτουργεί σαν καταστρεπτικός παράγοντας, που λόγω βιασύνης ή/και θυμό προκαλεί ζημιά στα πάντα γύρω του)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταύρος εν υαλοπωλείω
|