τζαζεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
τζαζεύω
- (αργκό) έχω αλλόκοτη συμπεριφορά, τρελαίνομαι, χαζεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πιθανολογείται ότι η προέλευση της λέξης ήταν η αντίληψη ορισμένων πως οι αυτοσχεδιασμοί της τζαζ μουσικής ήταν ακατανόητοι, αλλόκοτοι, περίεργοι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζαζεύω
|