τοχαρικά
(Ανακατεύθυνση από τοχαρικά Β)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τοχαρικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοχαρικά άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γλώσσα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, που ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Ομιλούταν στην κεντρική Ασία, στη σημερινή επαρχία Ξινγιάνγκ της Κίνας. Διακρίνεται σε Τοχαρική Α (ή Ανατολική Τοχαρική) και σε Τοχαρική Β (ή Δυτική Τοχαρική). Έπαψε να μιλιέται ίσως μετά το 840 μ.Χ., κάτω από την πίεση της μετανάστευσης των Ουιγούρων.