τσάρλεστον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσάρλεστον < αγγλική charleston < Charleston < Charles + -ton < παλαιά γαλλική Charles / Carles < λατινική Carolus < πρωτογερμανική *karilaz ( ελεύθερος, νέος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσάρλεστον ουδέτερο άκλιτο
- (χορός) δημοφιλής χορός της δεκαετίας του 1920, που χαρακτηρίζεται από ζωηρές κινήσεις ποδιών και γρήγορο ρυθμό, ξεκίνησε από τις αφροαμερικανικές κοινότητες των ΗΠΑ και έγινε σύμβολο της εποχής τού «Jazz Age»
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσάρλεστον
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)