τσαλαπατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαλαπατώ < άτσαλα + πατώ

Ρήμα[επεξεργασία]

τσαλαπατώ

  1. καταστρέφω κάτι πατώντας πάνω του με βία
  2. (μεταφορικά) βλάπτω ηθικά, εξευτελίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]