Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσαλαπατώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσαλαπατώ < άτσαλα + πατώ

τσαλαπατώ

  1. καταστρέφω κάτι πατώντας πάνω του με βία
  2. (μεταφορικά) βλάπτω ηθικά, εξευτελίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]