φίδι φαρμακερό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φίδι φαρμακερό < → δείτε τις λέξεις φίδι και φαρμακερός όπως από το δηλητήριο του φιδιού

Έκφραση[επεξεργασία]

φίδι φαρμακερό

  1. (μεταφορικά) φθονερός, χθόνιος άνθρωπος
  2. (μεταφορικά) κάτι που δρα ή επιδρά υποχθόνια, μάστιγα
    Η ζήλεια είναι φίδι φαρμακερό, που κατατρώει την ψυχή του ανθρώπου.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]