φίδι φαρμακερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φίδι φαρμακερό < → δείτε τις λέξεις φίδι και φαρμακερός όπως από το δηλητήριο του φιδιού
Έκφραση[επεξεργασία]
φίδι φαρμακερό
- (μεταφορικά) φθονερός, χθόνιος άνθρωπος
- (μεταφορικά) κάτι που δρα ή επιδρά υποχθόνια, μάστιγα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έκφραση με το «φίδι» για φθόνο
|