φθονερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φθονερός | η | φθονερή | το | φθονερό |
γενική | του | φθονερού | της | φθονερής | του | φθονερού |
αιτιατική | τον | φθονερό | τη | φθονερή | το | φθονερό |
κλητική | φθονερέ | φθονερή | φθονερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φθονεροί | οι | φθονερές | τα | φθονερά |
γενική | των | φθονερών | των | φθονερών | των | φθονερών |
αιτιατική | τους | φθονερούς | τις | φθονερές | τα | φθονερά |
κλητική | φθονεροί | φθονερές | φθονερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθονερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθονερός < φθόν(ος) + -ερός
Επίθετο[επεξεργασία]
φθονερός, -ή, -ό
- που διακατέχεται από φθόνο, που συμπεριφέρεται και ενεργεί με βάση το φθόνο
- ↪ φθονερή γυναίκα
- που γίνεται από φθόνο
- ↪ φθονερά λόγια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- φθονερά (επίρρημα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φθόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθονερός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φθονερός, -ά, -όν
- ζηλιάρης, ζηλόφθονος, φθονερός
- ↪ φθονερός ταῖς ἑτέρων εὐτυχίαις
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φθόνος
Πηγές[επεξεργασία]
- φθονερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθονερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξηρός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)