ζηλόφθονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλόφθονος η ζηλόφθονη το ζηλόφθονο
      γενική του ζηλόφθονου της ζηλόφθονης του ζηλόφθονου
    αιτιατική τον ζηλόφθονο τη ζηλόφθονη το ζηλόφθονο
     κλητική ζηλόφθονε ζηλόφθονη ζηλόφθονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλόφθονοι οι ζηλόφθονες τα ζηλόφθονα
      γενική των ζηλόφθονων των ζηλόφθονων των ζηλόφθονων
    αιτιατική τους ζηλόφθονους τις ζηλόφθονες τα ζηλόφθονα
     κλητική ζηλόφθονοι ζηλόφθονες ζηλόφθονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζηλόφθονος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ζηλόφθονος [1][2] ή ζήλ(ος) + -ό- + φθόν(ος) + κατάληξη επιθέτων -ος [3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ziˈlo.fθo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐λό‐φθο‐νος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ζηλόφθονος, -η, ο

  • που νιώθει ζήλια και φθόνο για την επιτυχία των άλλων
    ※  Άσπλαχνοι και ζηλόφθονοι θεοί, σ' αυτό είστε πρώτοι
    Δημήτρης Μαρωνίτης, μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου, @greek-language.gr ραψωδία ε (5η), στίχος 118: «Σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων»

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη ζηλιάρης

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ζηλόφθονοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. ζηλόφθονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



ζητούμενο λήμμα