ζήλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζήλια | οι | ζήλιες |
γενική | της | ζήλιας | — | |
αιτιατική | τη | ζήλια | τις | ζήλιες |
κλητική | ζήλια | ζήλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζήλια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζήλεια / ζηλεία / ζηλία < αρχαία ελληνική ζηλόω / ζηλῶ [1] < ζῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yeh₂-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζήλια θηλυκό
- το συναίσθημα που νιώθει κάποιος, όταν επιθυμεί να αποκτήσει τα αντικείμενα ή τα χαρίσματα ή τις κοινωνικές συναναστροφές ενός άλλου προσώπου και το ανταγωνίζεται, θεωρώντας ότι τα αντίστοιχα δικά του είναι υποδεέστερα
- το συναίσθημα που νιώθει κάποιος, όταν επιθυμεί την αποκλειστικότητα της αγάπης ενός αγαπημένου προσώπου ή φοβάται ότι θα την χάσει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζήλια
|
[επεξεργασία]
- ↑ ζήλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)