ζῆλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή[1] *ieh₂- (διώκω, εκδικούμαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζῆλος αρσενικό (γενική: του ζήλου και αργότερα του ζήλεος)
- ζήλια, ανταγωνισμός
- ζῆλον γάμων ἔχουσα (ανταγωνισμός για το ποιος θα την παντρευόταν)
- ο ζήλος, το σφοδρό πάθος, η διακαής επιθυμία για διάκριση, υπεροχή
- ζῆλος περὶ τὰ στρατιωτικά
- η προσωποποίηση της ανάγκης για νίκη, για υπεροχή, ως αδελφός της Βίας, του Κράτους και της Νίκης (Ησίοδος)
- η δόξα και η χαρά που τη συνοδεύει
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill., σελ. 500, λήμμα: ζῆλος