ζῆλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ζῆλος, ζήλος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζῆλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζῆλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζῆλος αρσενικό

  1. ζήλια, φθόνος
  2. πόθος, σφοδρή επιθυμία
    και ως ουδέτερο
  3. άμιλλα, ανταγωνισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ζηλ- 

παράγωγα και σύνθετα με ζηλ-

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζῆλος οἱ ζῆλοι
      γενική τοῦ ζήλου τῶν ζήλων
      δοτική τῷ ζήλ τοῖς ζήλοις
    αιτιατική τὸν ζῆλον τοὺς ζήλους
     κλητική ! ζῆλε ζῆλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζήλω
γεν-δοτ τοῖν  ζήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζῆλος: συνδέεται με το ζητέω· πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ieh₂- (διώκω, εκδικούμαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζῆλος, -ου αρσενικό (αργότερα, ουδέτερο τὸ ζῆλος, τοῦ ζήλεος)

  1. ζήλια, ανταγωνισμός
    ζῆλον γάμων ἔχουσα (ανταγωνισμός για το ποιος θα την παντρευόταν)
    ※  Ζῆλος και ζηλοτυπία διαφέρει: Ζηλοτυπία μέν γάρ ἒστιν αὐτό τό πάθος, ἢγουν τό ἐν μίσει ὑπάρχον· ζῆλος δὲ μίμησις καλοῦ, οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς (Ammonius (Grammaticus), De differentia adfinium vocabulorum, 1822, σελ. 63 [1]. ΣτΕ: Σημειώνεται ότι συγγραφέας του κειμένου θεωρείται ο Φίλων ο Βύβλιος)
  2. ο ζήλος, το σφοδρό πάθος, η διακαής επιθυμία για διάκριση, υπεροχή
    ζῆλος περὶ τὰ στρατιωτικά
  3. → δείτε Ζῆλος η προσωποποίηση της ανάγκης για νίκη, για υπεροχή, ως αδελφός της Βίας, του Κράτους και της Νίκης (Ησίοδος)
  4. η δόξα και η χαρά που τη συνοδεύει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ζηλ- 

παράγωγα και σύνθετα με ζηλ-

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ζῆλος σελ. 500 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]