ζηλότυπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλότυπος η ζηλότυπη το ζηλότυπο
      γενική του ζηλότυπου της ζηλότυπης του ζηλότυπου
    αιτιατική τον ζηλότυπο τη ζηλότυπη το ζηλότυπο
     κλητική ζηλότυπε ζηλότυπη ζηλότυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλότυποι οι ζηλότυπες τα ζηλότυπα
      γενική των ζηλότυπων των ζηλότυπων των ζηλότυπων
    αιτιατική τους ζηλότυπους τις ζηλότυπες τα ζηλότυπα
     κλητική ζηλότυποι ζηλότυπες ζηλότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζηλότυπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλότυπος στη σημασία: ζήλια [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ziˈlo.ti.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐λό‐τυ‐πος

Επίθετο[επεξεργασία]

ζηλότυπος, -η, -ο

  • που ζηλεύει σε μεγάλο βαθμό, συχνά παθολογικά, τον/την σύζυγό ή τον/την ερωτική σύντροφο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ζήλος και τύπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζηλότυπος τὸ ζηλότυπον
      γενική τοῦ/τῆς ζηλοτύπου τοῦ ζηλοτύπου
      δοτική τῷ/τῇ ζηλοτύπ τῷ ζηλοτύπ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζηλότυπον τὸ ζηλότυπον
     κλητική ! ζηλότυπε ζηλότυπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζηλότυποι τὰ ζηλότυπ
      γενική τῶν ζηλοτύπων τῶν ζηλοτύπων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζηλοτύποις τοῖς ζηλοτύποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζηλοτύπους τὰ ζηλότυπ
     κλητική ! ζηλότυποι ζηλότυπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζηλοτύπω τὼ ζηλοτύπω
      γεν-δοτ τοῖν ζηλοτύποιν τοῖν ζηλοτύποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζηλότυπος < ζῆλ(ος) -ό- + -τυπος < τύπτω κυριλεκτικά, «χτυπημένος από τη ζήλεια» [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

ζηλότυπος, -ος, -ον

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]