envie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
envie | envies |
envie (fr) θηλυκό
- η ζήλια, ο φθόνος
- ο πόθος
- η όρεξη να αποκτήσει κανείς κάτι
- στίγμα που παρουσιάζεται στο σώμα και που νόμιζαν άλλοτε ότι εκφράζει μια όρεξη της μητέρας
- envies (στον πληθυντικό) οι παρανυχίδες