envie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
envie | envies |
envie (fr) θηλυκό
- η ζήλια
- ο πόθος
- η όρεξη να αποκτήσει κανείς κάτι
- στίγμα που παρουσιάζεται στο σώμα και που νόμιζαν άλλοτε ότι εκφράζει μια όρεξη της μητέρας
- envies (στον πληθυντικό) οι παρανυχίδες
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avoir envie de (faire quelque chose) - επιθυμώ να (κάνω κάτι)
- avoir envie de (quelque chose) - επιθυμώ κάτι
- faire envie - ερεθίζω την όρεξη (κάποιου για κάτι)