envier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- envier < envie
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]envier (fr)
- ζηλεύω, φθονώ
- envier (quelque chose) - επιθυμώ κάτι
- envier (quelque chose) à (quelqu'un) - αισθάνομαι επιθυμία για κάτι που κατέχει κάποιος