παρανυχίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρανυχίδα οι παρανυχίδες
      γενική της παρανυχίδας των παρανυχίδων
    αιτιατική την παρανυχίδα τις παρανυχίδες
     κλητική παρανυχίδα παρανυχίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παρανυχίδα στον αριστερό δείκτη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρανυχίδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρανυχίδα και παρωνυχίδα θηλυκό

  • δερματικό εξόγκωμα που δημιουργείται στο πλάι, και συνήθως κοντά στη βάση, του νυχιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]